- έκλυτος
- -η, -ο1. εξασθενημένος, άτονος, παράλυτος.2. ακόλαστος, αχαλίνωτος, έκφυλος: Έκλυτος βίος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἔκλυτος — easy to let go masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκλυτος — η, ο (AM ἔκλυτος, ον) 1. εξασθενημένος, άτονος 2. χαλαρός, χωρίς ηθικές αναστολές και περιορισμούς («έκλυτος βίος») αρχ. 1. (για ακόντιο) εύκολος στο ρίξιμο, ελαφρός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. ήπιος, μαλακός … Dictionary of Greek
ἐκλυτώτερον — ἔκλυτος easy to let go masc acc comp sg ἔκλυτος easy to let go neut nom/voc/acc comp sg ἔκλυτος easy to let go adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλύτως — ἔκλυτος easy to let go adverbial ἔκλυτος easy to let go masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκλυτον — ἔκλυτος easy to let go masc/fem acc sg ἔκλυτος easy to let go neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλυτωτέρους — ἔκλυτος easy to let go masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλυτώτερος — ἔκλυτος easy to let go masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλύτοις — ἔκλυτος easy to let go masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλύτου — ἔκλυτος easy to let go masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλύτους — ἔκλυτος easy to let go masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)